ὕμνει

ὕμνει
ὕ̱μνει , ὑμνέω
sing of
imperf ind act 3rd sg (attic epic)
ὑμνέω
sing of
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ὑμνέω
sing of
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑμνεῖ — ὑμνέω sing of pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑμνέω sing of pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • ευκλεής — ές (ΑΜ εὐκλεής, ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής) αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ. β. «εὐκλέα γλῶσσαν» τραγούδι που υμνεί τη… …   Dictionary of Greek

  • ευλογητός — ή, ό (ΑΜ εὐλογητός, ή, όν) [ευλογώ] ο άξιος ευλογίας, αυτός τον οποίο πρέπει να ευλογεί, να δοξάζει, να υμνεί κάποιος (α. ἐνεργῶν τὰ εὐλογητὰ ἐν τῷ κατ ἀρετὴν ζῆν», Ευστ. β. «εὐλογητὸς ὁ θεός», Θ. Λειτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευλογητό(ν) η… …   Dictionary of Greek

  • θεοσύστατος — θεοσύστατος, ον (Α) 1. αυτός που συνεστήθη από τον θεό, που ιδρύθηκε από τον θεό 2. αυτός που υμνεί, που δοξάζει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύ στατος (< συν ίστημι), πρβλ. α σύ στατος, νεο σύ στατος] …   Dictionary of Greek

  • κοντάκιο — Ο πάπυρος (ειλητάριο) που περιέχει τη θεία λειτουργία και πήρε την ονομασία του από το μικρό ραβδί, γύρω από το οποίο τυλίγεται. Το κ. διατηρούσε το σχήμα των βιβλίων της αρχαιότητας και απαρτιζόταν από μία στενή επιμήκη λωρίδα μεμβράνης, η οποία …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μουσοποιός — μουσοποιός, όν (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μουσοποιός μελοποιός, λυρικός ποιητής 2. αυτός που υμνεί με την ποίηση …   Dictionary of Greek

  • σιά — ἡ, Α (λακων. λ.) η θεά («τὰν κάν... τὰν κρατίσταν Χαλκίοικον ὕμνει», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • σκαλδικός — ή, ό, Ν [Σκάλδος] φρ. «σκαλδική ποίηση» η αρχαιότερη ποίηση τών σκανδιναβικών χωρών, επικού χαρακτήρα, που διαμορφώθηκε από τους Σκάλδους, και η οποία υμνεί τα πολεμικά κατορθώματα τών ηγεμόνων τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”